Κάθε μεσημέρι μετά το σχολείο πάω στον παππού μου για lunch. Μετά που επέθανε η γιαγιά μου έμαθε να μαειρεύκει τζαι αρέσκει του πολλά, τζαι αφού οι γονείς μου δουλέυκουν το μεσημέρι τζαι εν μαειρεύκουν πάμε εγώ η αρφή μου (Ξιππασμένη) τζαι ο παπάς μου (στο μπρέικ του) τζαι τρώμε τζιαμε. Ύστερα σάζουμε τταππερούι τζαι πέρνουμε φαϊ της μάμας για να πάρει στη δουλειά την επόμενη μέρα.
Κάθε παρασκευή εν τω μεταξύ ο παππους πάει στην "λαϊκη" (δίπλα που τον Ορφανίδη) τζαι πιάννει χόρτα, φρούτα κλπ. τζαι πιάννει μας τζαι εμάς τζαι πέρνει τα ο παπάς σπίτι. Τις τελευταίες παρασκευές εν επίεννα εγώ στον παππού γιατί έχω πρόβες με το ορχήστρα (για την περίφημη καλλιτεχνική του Grammar School). Όμως τούτη την παρασκευή εν είχαμε πρόβα τζαι επήα στον παππού. Εμαείρεψε πούλλες τζαι πατάτες (τίνγκα στο λεμόνι as per usual). Τελοσπάντων έτρωα τζαι γίνεται το πάρακατω conversation:
(Μπάι δε γουέι ο παππούς εν ακούει καλά γιαυτό πρέπει να τσιριλλούμε για να μας ακούει.)
Παπ: κόρη γιατί εν έβαλες τζαι πατάτες;
Πελ: μα εν είshε μες την μαείρισσα.
Παπ: *τσιακκαρίσκει* εν καλά που λαλείς. Ούφφου τζινος ο παπάς σου έφαν τες ούλλες.
Μετά που λλιό:
Παπ: πρέπει να πάρουμε τα πράματα που την λαϊκή σπίτι σου σήμερα.
Πελ: μα εν τα επήρε ο παπάς;
Παπ: ε ότι κόψει ο νους του, είπεν να τα πάρετε εσείς (εγώ τζαι η Ξιπ δηλαδή, αλλά η Ξιπ εν ήρτε την παρασκευή).
Πελ: ππεεεεεεεεεε.
Πιάννουμε τα shίλια πράματα τζαι φορτώνουμεν τα μες το αυτοκίνητο του τζαι μπαίνω μέσα για να με πάρει σπίτι.
Παπ: Ααααααα εξίασα να σου πώ, ο παπάς σου εν ήρτε σήμερα.
Πελ: *facepalm*